Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βιότιον — βιότιον, το (Α) [βίοτος ή βιοτή] μικρό εισόδημα … Dictionary of Greek
βιότιον — scant living neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)